- ἀποθωρακίζομαι
- ἀποθωρᾱκίζομαι,A put off one's coat of mail, Procop.Goth.4.32.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀποθωρακίσασθαι — ἀποθωρακίζομαι put off one s coat of mail aor inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)